- Παλαιοκαθολικός
- Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα.
Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η Εκκλησία αυτή αποκύρυξε τις αποφάσεις για το αλάθητο και είδε με συμπάθεια την κίνηση μερίδας πιστών της για την ένωση με την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. Τελικά, η ένωση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι π. οδηγούνταν στο να ενωθούν με τους προτεστάντες. Μερίδα μάλιστα π. ενώθηκε με την αγγλικανική Εκκλησία.
* * *-ή, -ό1. (συν. το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παλαιοκαθολικοίεκκλ. Ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί που από το 1870 δεν αναγνωρίζουν το αλάθητο τού πάπα, απορρίπτουν το δόγμα για την άσπιλη σύλληψη τής Θεοτόκου και αρνούνται την θεία Μετάληψη μόνο με άρτο2. φρ. «Παλαιοκαθολική Εκκλησία» — η Εκκλησία τών Παλαιοκαθολικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ζ. Ρώση].
Dictionary of Greek. 2013.